17/9/13

''Οίνος εφραίνει καρδίαν ανθρώπου"


ΑΜΠΕΛΙ-ΚΡΑΣΙ- ΤΣΙΠΟΥΡΟ






Κατα τη μυθολογία.......

Σύμφωνα με την ελληνική μυθολογία, ο Στάφυλος ήταν γιος του Διονύσου και της Αριάδνης. Σε άλλο μύθο ο Στάφυλος ήταν βοσκός του βασιλεία της Αιτωλίας Οινέα. Καθώς έβοσκε τις κατσίκες του, παρατήρησε ότι μια από αυτές τρώγοντας συνέχεια ένα συγκεκριμένο καρπό πάχαινε περισσότερο από τις άλλες. Μάζεψε τότε αρκετούς και τους πρόσφερε στον βασιλιά του. Εκείνος παρασκεύασε ένα χυμό τον οποίο ονόμασε "οίνο", στον δε καρπό έδωσε το όνομα του βοσκού του (σταφύλι).

 

Στην Ελλάδα, σύμφωνα με κάποιους ερευνητές, η πρώτη καλλιέργεια αμπελιού έγινε στην Κρήτη, ενώ για κάποιους άλλους στη Θράκη και χρονολογούνται γύρω στο 1.000 π.Χ. Ο Όμηρος αναφέρεται στο αμπέλι και το κρασί με τις ονομασίες οίνηΟινόηοινιάδα και άλλα. Στη συνέχεια οι Έλληνες και οι Φοίνικες μετέφεραν αμπέλια στην Ιταλική χερσόνησο και η Σικελία έγινε κέντρο παραγωγής σταφυλιών.

Γύρω στο 600 π.Χ. Φοίνικες διέδωσαν την καλλιέργεια του αμπελιού στη Γαλλία και την περίοδο της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας το αμπέλι φτάνει στη Βρετανία. Το 13ο αιώνα μ.Χ. οι Άραβες προωθούν την καλλιέργεια του αμπελιού στην Ισπανία και την Πορτογαλία και μέχρι το 17ο αιώνα το αμπέλι ήταν γνωστό σε όλη σχεδόν την Ευρώπη. Στην συνέχεια μεταφέρθηκαν Ευρωπαϊκά αμπέλια στην Αμερική αλλά καταστράφηκαν μετά από μεγάλη επιδημία φυλλοξήρας, ενός εντόμου του εδάφους που προσβάλλει τις ρίζες του φυτού με αποτέλεσμα αυτό να ξεραίνεται. Συνέπεια αυτού ήταν να καλλιεργηθούν άγριες ποικιλίες ντόπιων αμπελιών ανθεκτικών στο έντομο, οι οποίες στις αρχές του 18ου αιώνα έφτασαν να καλλιεργούνται στην Αγγλία και στη Γαλλία. Όμως τα αμπέλια αυτά προσβλήθηκαν από διάφορες άλλες ασθένειες που κατέστρεψαν το 70% των καλλιεργειών. Η λύση δόθηκε με τον εμβολιασμό άγριων αμερικάνικων αμπελιών και τη δημιουργία ανθεκτικών υβριδίων..

                               


ΠΟΛΑΠΛΑΣΙΑΣΜΟΣ ΤΗΣ ΚΛΗΜΑΤΑΡΙΑΣ
Το αμπέλι είναι πολυετές φυτό και αναπτύσσεται γρήγορα. Ο κορμός του έχει πολλαπλές διακλαδώσεις και αρκετούς βραχίονες και βλαστάρια. Ο φλοιός των ξυλωδών τμημάτων βγαίνει σε λωρίδες και αποχωρίζεται. Οι βλαστοί στην πορεία του χρόνου γίνονται ξυλώδεις βραχίονες που ονομάζονται βέργεςκληματόβεργες ή κληματίδες.
Το κλήμα έχει βλαστούς και κληματίδες διαφόρων ηλικιών. Κάθε βλαστός έχει τη βάση και την κορυφή που αυξάνεται, διάφορους κόμπους, φύλλα αλλά και τα βασικά διακριτικά του αμπελιού που είναι οι έλικες, με τη βοήθεια των οποίων μπορεί να αναρριχάται. Ακόμα τους μεσοκάρδιους βλαστούς και τις ταξιανθίες που εξελίσσονται σε σταφύλια.
Τα φύλλα του αμπελιού είναι μεγάλα, παλαμοειδή και φύονται από το βλαστό με ένα μίσχο. Το σχήμα τους είναι χαρακτηριστικό και παρουσιάζει διαφορές ανάλογα με την ποικιλία και το είδος, όπως διαφορές παρουσιάζει το χρώμα, το χνούδι στην κάτω επιφάνεια και το μέγεθος.
Τα μάτια, μικροί κόμποι δηλαδή από τους οποίους φυτρώνουν οι βλαστοί, βρίσκονται στις μασχάλες των φύλλων και είναι 2 ειδών, αυτά που βγαίνουν μαζί με τους βλαστούς και δίνουν μακριά βλαστάρια, και αυτά που βγαίνουν μετά από μία περίοδο αργότερα από τους βλαστούς και δίνουν μικρά βλαστάρια. Επίσης υπάρχει στη βάση του κλίματος μία επιμήκυνση, που λέγεται στεφάνη, πάνω στην οποία υπάρχουν μικρά νεκρά μάτια, που λέγονται φυλλίτες. Πάνω από την στεφάνη υπάρχει ένα άλλο μάτι που λέγεται τυφλό ή τσίμπλα, που σε ορισμένες περιπτώσεις δίνει βλαστάρια.
Ο πολλαπλασιασμός των κλημάτων γίνεται με τις κληματόβεργες και με δύο τρόπους: με μόσχευμα ή με εμβολιασμό. Στην περίπτωση του μοσχεύματος λαμβάνεται κληματόβεργα από κλίμα μέσης ηλικίας. Θα πρέπει οπωσδήποτε η κληματόβεργα να έχει μάτια και στο κάτω και στο πάνω μέρος της. Η θερμοκρασία που είναι ευνοϊκή για τη ριζοβόληση είναι από 23-29 βαθμούς .Στη συνέχεια η κληματόβεργα φυτεύεται σε δοχείο, κατά προτίμηση σιδερένιο, στο οποίο υπάρχει χώμα υγρό και λίγη κοπριά. Όταν η βέργα ριζοβολήσει καλά και βγουν τα πρώτα μικρά φύλλα τότε μεταφυτεύεται στο οργωμένο χωράφι. Η διαδικασία του εμβολιασμού είναι δύσκολη. Διαλέγεται βέργα από μικρό κλίμα. Πρέπει να υπάρχει αρκετή υγρασία στην ατμόσφαιρα. Στη συνέχεια το αμπέλι που θα δεχθεί το μόσχευμα σχίζεται, και τοποθετείται η κληματόβεργα, η οποία δένεται. Το τμήμα της ενώσεως της βέργας και του αμπελιού σκεπάζεται καλά με λάσπη.
ΚΛΑΔΕΜΑ
Το κλάδεμα των αμπελιών είναι απαραίτητο και γίνεται συνήθως το χειμώνα. Υπάρχει και το χλωρό κλάδεμα που γίνεται αργότερα και όταν το κλήμα έχει βλαστήσει, αλλά αυτό έρχεται απλά να συμπληρώσει το χειμωνιάτικο. Το χειμωνιάτικο κλάδεμα γίνεται από το Δεκέμβριο μέχρι το Φεβρουάριο, αλλά ο πιο κατάλληλος μήνας είναι ο Ιανουάριος. Κόβονται όλα τα κλαδιά και αφήνονται 3-4 κληματόβεργες που φέρουν μάτια. Ανάλογα με την ποικιλία χρειάζεται να παραμείνουν στην κληματόβεργα 2-4 μάτια και οπωσδήποτε ένα τυφλό μάτι (τσίμπλα). Με τα χλωρά κλαδέματα βελτιώνονται τα χαρακτηριστικά του αμπελιού και επιδιώκονται καλλίτερα καλλιεργητικά αποτελέσματα, η αύξηση της παραγωγής και η βελτίωση της εμφάνισης του κλήματος.
       

Κρασι....

Η διαδικασία της αμπελουργίας εικάζεται πως έχει τις ρίζες της στην αγροτική επανάσταση και τη μόνιμη εγκατάσταση πληθυσμών με σκοπό την καλλιέργεια, χρονολογείται δηλαδή γύρω στο 5000 π.Χ. Από τους πρώτους γνωστούς αμπελοκαλλιεργητές θεωρούνται οι αρχαίοι Πέρσες, οι Σημιτικοί λαοί και οι Ασσύριοι. Μεταγενέστερα οι γνώσεις αμπελουργίας και οινοποιίας μεταφέρθηκαν στους Αιγύπτιους, τους λαούς της Φοινίκης και τους πληθυσμούς της Μικρασίας και του Ελλαδικού χώρου.

                            
Οι Αρχαίοι Έλληνες έπιναν το κρασί αναμειγνύοντας το με νερό σε αναλογία συνήθως 1:3 (ένα μέρος οίνου προς τρία μέρη νερού). Διέθεταν ειδικά σκεύη τόσο για την ανάμειξη (κρατήρες) όσο και για την ψύξη του. Η πόση κρασιού που δεν είχε αναμειχθεί με νερό ("άκρατος οίνος") θεωρείτο βαρβαρότητα και συνηθιζόταν μόνο από αρρώστους ή κατά τη διάρκεια ταξιδιών ως τονωτικό. Διαδεδομένη ήταν ακόμα η κατανάλωση κρασιού με μέλι καθώς και η χρήση μυρωδικών. Η προσθήκη αψίνθου στο κρασί ήταν επίσης γνωστή μέθοδος (αποδίδεται στον Ιπποκράτη και αναφέρεται ως "Ιπποκράτειος Οίνος") όπως και η προσθήκη ρητίνης.


Ο τρόπος παραγωγής του κρασιού σε παλαιότερες εποχές δεν διέφερε ουσιαστικά από τις σύγχρονες πρακτικές. Είναι αξιοσημείωτο πως σώζονται ως τις μέρες μας κείμενα του Θεόφραστου, τα οποία περιέχουν πληροφορίες γύρω από τους τρόπους καλλιέργειας. Οι Έλληνες γνώριζαν την παλαίωση του κρασιού, την οποία επιτυγχάναν μέσα σε θαμμένα πιθάρια, σφραγισμένα με γύψο και ρετσίνι. Το κρασί εμφιαλωνόταν σε ασκούς ή σε σφραγισμένους πήλινους αμφορείς, αλειμμένους με πίσσα για να μένουν στεγανοί.
                                            
                             

Οι ρώγες του σταφυλιού, που αποτελεί και την πρώτη ύλη του κρασιού, περιέχουν σάκχαραοργανικά οξέα και νερό (πάνω από 70%). Η περιεκτικότητα σε αυτές τις ουσίες εξαρτάται κάθε φορά από την ποικιλία, το υπέδαφος, τις κλιματικές συνθήκες, αλλά και από την χρονική στιγμή της ωρίμανσης του σταφυλιού. Μετά την διαδικασία του τρύγου (συγκομιδής), ακολουθεί η γλευκοποίηση, η διαδικασία δηλαδή κατά την οποία εξάγεται το γλεύκος (ή συνήθως μούστος) από το σταφύλι.
Κατά τη γλευκοποίηση, επιβάλλεται η αφαίρεση των κοτσανιών (αποβοστρύχωση) του σταφυλιού, καθώς είναι επιζήμια τόσο για την γεύση του τελικού κρασιού, όσο και για την υγεία του καταναλωτή. 
Στη συνέχεια ακολουθεί η τελική διαδικασία της ζύμωσης. Το οινόπνευμα που περιέχει το κρασί παράγεται από τα σάκχαρα του μούστου με την αντίδραση της αλκοολικής ζύμωσης, που επιτελείται από ειδικά ένζυμα, τις ζυμάσες των ζυμομυκήτων. Οι ζυμομύκητες υπάρχουν αδρανοποιημένοι στο φλοιό των σταφυλιών και καθώς έρχονται σε επαφή με το μούστο, πολλαπλασιάζονται και επιτελούν τη ζύμωση. Εκτός από αιθυλική αλκοόλη παράγεται και διοξείδιο του άνθρακα αλλά και μια σειρά δευτερευόντων προϊόντων και ενώσεων με καθοριστική σημασία πολλές φορές για την ποιότητα του οίνου. Η διαδικασία της ζύμωσης διαρκεί συνήθως 8-25 ημέρες
Στην Ελλάδα, κύριες αμπελοοινικές περιοχές είναι η Πελοπόννησος, η Κρήτη, η Στερεά Ελλάδα και Εύβοια, η Μακεδονία και η Θράκη. Σημαντικές αμπελουργικές εκτάσεις υπάρχουν επίσης στα νησιά του Αιγαίου και του Ιονίου, στα Δωδεκάνησα και στη Θεσσαλία.




Μελέτες έχουν δείξει ότι οι ουσίες αυτές λειτουργούν ως προστατευτικά, προάγοντας την καλή κατάσταση της υγείας και παρατείνοντας τον μέσο όρο ζωής. Αναστέλλουν ή περιορίζουν την οξείδωση των λιπιδίων του αίματος, αυξάνουν τα επίπεδα της (προστατευτικής για την υγεία) HDL και μειώνουν τα επίπεδα της λιποπρωτεΐνης LDL, η οποία ευθύνεται για τη δημιουργία αθηρωματικών πλακών. Ακόμη, μειώνουν την πιθανότητα δημιουργίας θρόμβων, εμφανίζουν γενικότερη αντιφλεγμονώδη δράση και περιορίζουν σε σημαντικό βαθμό τις οξειδωτικές βλάβες στους ιστούς, με απώτερο αποτέλεσμα την ελάττωση εμφάνισης διαφόρων μορφών καρκίνου.
Συνεπώς μέχρι 2- 3 μονάδες (ποτήρια) κρασιού ημερησίως μπορούν να δώσουν στον οργανισμό τις απαραίτητες ποσότητες πολυφαινολών, οι οποίες συμβάλλουν στην προστασία του οργανισμού από καρδιοπάθειες και καρκίνο.(Πηγή: MediDiatrofi.blogspot.com )



Ποικιλίες που καλλιεργούνται στην Ελλάδα:

Αγιωργίτικο: ο βασιλιάς των ερυθρών σταφυλιών του ελληνικού νότου. Πανέμορφο και περιζήτητο, καλλιεργείται αποκλειστικά στην Νεμέα. Τα κρασιά του, με ωραιότατη πορφυρή φορεσιά χαρακτηρίζονται από πλούσια, βελούδινη γεύση.
Ασύρτικο: το κυρίαρχο σταφύλι της Σαντορίνης που έχει μεταναστεύσει με επιτυχία στη Χαλκιδική, την Επανομή, τη Δράμα, το Παγγαίο και την Πελοπόννησο. Λευκό, διατηρεί αρκετά υψηλή οξύτητα, ακόμη και στην πλήρη ωρίμανσή του. Τα κρασιά του, με πλούτο και ζωηρό χαρακτήρα αναγνωρίζονται από τα αρώματα λεμονανθών και εσπεριδοειδών.
Βηλάνα: παλιά κρητική ποικιλία. Ένα ευαίσθητο λευκό σταφύλι που όταν καλλιεργείται με φροντίδα και... μετριοπάθεια στις αποδόσεις δίνει ευχάριστα κρασιά με λουλουδένια και φρουτώδη αρώματα.
Κοτσιφάλι: ερυθρό κρητικό σταφύλι. Τα κρασιά του είναι υψηλόβαθμα, μαλακά και πικάντικα στη γεύση. Συνήθως οινοποιείται παρέα με τη Μαντηλαριά.
Κρασάτο: ερυθρό σταφύλι που καλλιεργείται αποκλειστικά στη Ραψάνη και συμμετέχει στη σύνθεση του κρασιού της.
Λημνιό: ερυθρό σταφύλι, αυτόχθον της Λήμνου, με τις ρίζες του να φτάνουν στην αρχαιότητα. Δεν είναι άλλο από την Λημνία άμπελο που τα κρασιά της εξυμνούν ο Αριστοτέλης και άλλοι συγγραφείς. Σήμερα, εκτός από το νησί, καλλιεργείται στην Χαλκιδική και την Βόρεια Ελλάδα όπου παράγει πλούσια και με ευπρόσδεκτη οξύτητα ερυθρά κρασιά.
Λιάτικο: ακραιφνώς κρητικό σταφύλι, από τις αρχαιότερες ελληνικές ποικιλίες. Ωριμάζει αρκετά πρώιμα μέσα στον Ιούλιο, εξ' ου και το όνομά του: Ιουλιάτικο-Λιάτικο. Ποικιλία με υψηλό δυναμικό, αναδεικνύει στο βέλτιστο τον ποιοτικό χαρακτήρα της όταν ωριμάζει αρκετά.
Μαλαγουζιά: φίνα λευκή ποικιλία που μας χαρίζει πλούσια και αρωματικά κρασιά.
Μαντηλαριά: ερυθρή αιγαιοπελαγίτικη ποικιλία που κατοικοεδρεύει στα όμορφα νησιά μας: στην Πάρο, τη Ρόδο και την Κρήτη. Επειδή είναι κάπως... δύστροπη, οινοποιείται μαζί με άλλα σταφύλια που μειώνουν τον τραχύ της χαρακτήρα και προσθέτουν πιο φίνες νότες στα καθαρά γήινα αρώματά της (με τη Μονεμβασιά στην Πάρο και το Κοτσιφάλι στην Κρήτη).
Μαυροδάφνη: το γνωστό αρωματικό σταφύλι που καλλιεργείται στον αμπελώνα της Πάτρας και της Κεφαλλονιάς. Η μεγαλύτερη ποσότητα χρησιμοποιείται για την παραγωγή του ομώνυμου υψηλόβαθμου και παλαιωμένου ερυθρού γλυκού κρασιού.
Moνεμβασιά: λευκό σταφύλι που καλλιεργείται αποκλειστικά στη Πάρο.
Μοσχάτο: μεγάλη και διάσημη οικογένεια σταφυλιών που καλλιεργούνται με ποικίλα ονόματα σ' όλες σχεδόν τις αμπελουργικές χώρες. Μεγάλη και η ποικιλία των κρασιών που μας χαρίζουν, από παλαιωμένα γλυκά έως φρέσκα, φρουτώδη αφρώδη. Όλα τους όμως ξεχωρίζουν για το εντυπωσιακό τους άρωμα.
Μοσχοφίλερο: καλλιεργείται στο οροπέδιο της Μαντινείας και στη νότια Πελοπόννησο, για την παραγωγή λευκών κρασιών με έντονο και εύκολα αναγνωρίσιμο άρωμα. Με μοσχατίζουσες νότες που στην πιο καθαρή τους έκφραση θυμίζουν τριαντάφυλλο, ενώ στα πιο πολύπλοκα κρασιά μπορούν να πλαισιωθούν από αρώματα μέντας και λεμονιού.Νεγκόσκα: ερυθρό σταφύλι που καλλιεργείται αποκλειστικά στη Γουμένισσα, δίπλα στο Ξινόμαυρο. Συμμετέχει στην ποικιλιακή σύνθεση του κρασιού της περιοχής προσφέροντας χρώμα, φρούτο, αλκοολικό τίτλο και μειώνοντας την οξύτητά του.
Ντεμπίνα: λευκή και ηπειρώτισσα ποικιλία από τη Ζίτσα, στα Γιάννενα. Τα κρασιά της διακρίνονται για τη δροσιστική τους οξύτητα και τη φινέτσα των αρωμάτων που θυμίζουν πράσινο μήλο και αχλάδι. Η Ντεμπίνα εμφανίζει και αξιοσημείωτο δυναμικό για την παραγωγή αφρωδών κρασιών. 
Ξινόμαυρο: η εκλεκτή ερυθρή ποικιλία της Βόρειας Ελλάδας, της Νάουσας, της Γουμένισσας, του Αμυνταίου, της Ραψάνης. Τα σταφύλια της έχουν έντονα κόκκινο, μαύρο χρώμα και όξινη γεύση, ακόμη και όταν είναι ώριμα. Έτσι δικαιολογείται το όνομά της και η χαρακτηριστική γεύση των κρασιών της, που νεαρά είναι στυφά και ατίθασα, με τον χρόνο όμως μαλακώνουν αποκτώντας μοναδική πολυπλοκότητα, ωραιότατο μπουκέτο και νοστιμιά.
Ροδίτης: κρασιά από Ροδίτη φτιάχνονται σχεδόν σ' ολόκληρη την Ελλάδα με καλύτερα όμως αποτελέσματα στην ορεινή Πάτρα, τη Μακεδονία (Μεσημβρία, Πέλλα, Βερτίσκος, Χαλκιδική) και τη Θεσσαλία. Όταν κρατηθούν χαμηλές οι στρεμματικές αποδόσεις και προσεχθεί η οινοποίησή του, ο Ροδίτης μας δίνει ελαφριά και ευκολόπιοτα κρασιά που μοσχοβολούν φρέσκα εσπεριδοειδή, μήλα και αχλάδια.
Ρομπόλα: λευκό σταφύλι από τις πιο κομψές ελληνικές ποικιλίες. Καλλιεργείται στην Κεφαλονιά και την Στερεά Ελλάδα. Τα κρασιά του εμφανίζουν φρεσκάδα και λεμονάτο χαρακτήρα.
Σαββατιανό:το πιο διαδεδομένο σταφύλι του Ελληνικού αμπελώνα. Καλλιεργείται στην Αττική και σ' ολόκληρη την Κεντρική Ελλάδα. Μαζί με τον Ροδίτη, είναι τα κύρια σταφύλια που χρησιμοποιούνται στην παραγωγή της ρετσίνας.
Σταυρωτό: κόκκινο σταφύλι που καλλιεργείται αποκλειστικά στη Ραψάνη και συμμετέχει στη σύνθεση του κρασιού της. 

ΤΣΙΠΟΥΡΟ


Το τσίπουρο είναι ένα ελληνικό αλκοολούχο ποτό το οποίο ξεκίνησε την πορεία του πριν από επτά περίπου αιώνες στα μοναστήρια του Αγίου Όρους. Η Τσικουδιά ή Ρακή στην Κρήτη είναι κάτι ανάλογο, ωστόσο η κυριότερη διαφορά του είναι ότι η τσικουδιά είναι προϊόν μονής απόσταξης. Σε άλλες χώρες, παρόμοια ποτά είναι η Ιταλική Γκράπα και το Αρακ τηε Μέσης Ανατολής.
Το τσίπουρο έχει τις περισσότερες φορές 36 με 45 αλκοολικούς βαθμούς.
ιστορία
Η παραγωγή του τσίπουρου χάνεται μέσα στο βάθος του χρόνου, λέγεται όμως πως ξεκίνησε τον 14ο αιώνα στο Άγιο Όρος από μοναχούς που διαβιούσαν εκεί. Με τα χρόνια εξαπλώθηκε σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας, κυρίως στη Μακεδονία, την Ήπειρο, τη Θεσσαλία και την Κρήτη.


Μέχρι τις τελευταίες δεκαετίες του 20ου αιώνα η παραγωγή τσίπουρου γινόταν αποκλειστικά "κατ' οίκον", δεν υπήρχε δηλαδή μαζική βιομηχανική παραγωγή. Από παλιά, ένα άχρωμο αλκοολούχο ποτό παράγεται και πίνεται κάθε χρόνο σε ολόκληρη τη Μεσόγειο. Είναι γνωστό με διάφορα ονόματα: τσίπουρο, αράκ, γκράππα. Αποστάζεται από τα παραπροϊόντα του κρασιού, σαν ο άνθρωπος να θέλησε να εκμεταλλευτεί όσο το δυνατόν περισσότερο το αμπέλι.

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ  ΤΣΙΠΟΥΡΟΥ
Το τσίπουρο παρασκευάζεται με την απόσταξη στέμφυλων (ή στράφυλα ή τσίπουρα) δηλαδή από τα ράκη (υπολείμματα) των σταφυλιών που μένουν μετά το πάτημα και την εξαγωγή του μούστου για την παραγωγή κρασιού. Επίσης είναι δυνατή η απόσταξη ολόκληρων των σταφυλιών, οπότε σε αυτήν την περίπτωση η απόδοση είναι μεγαλύτερη, ή και έτοιμου κρασιού. Μπορούν να χρησιμοποιηθούν τόσο λευκά όσο και κόκκινα σταφύλια.

Κατά την απόσταξη προστίθενται κάποιες φορές στον αποστακτήρα, εκτός από τα στέμφυλα, διάφορες αρωματικές ουσίες, όπως γλυκάνισος, μάρα θος κ.ά. ή στην Κρήτη φύλλα καρυδιάς. Ο γλυκάνισος είναι η αιτία του "ασπρίσματος" του τσίπουρου όταν προστίθεται νερό ή πάγος.
Συχνά το τσίπουρο αποστάζεται και δεύτερη φορά, αφού έτσι βελτιώνεται η ποιότητά του.

 Επίσης το τσιπουρο ενδύκνυται και για το κρυολόγημα... πώς;
Υλικά
1 ποτήρι ρακί

1 κουταλιά μέλι
λίγη κανέλα
Εκτέλεση
Ζεσταίνετε σε χαμηλή φωτιά το ρακί με προσοχή να μην βράσει (αν ζεσταθεί πολύ και πιτσιλίσει υπάρχει κίνδυνος να αναφλεγεί το οινόπνευμά του). Απομακρύνετε από τη φωτιά και προσθέτετε ανακατεύοντας το μέλι και λίγη κανέλα. Πίνεται ζεστό και θεωρείται ιδανικό για το κρυολόγημα.

ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ  & ΦΡΑΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ ΚΡΑΣΙ:

Μάης βρεμένος, μούστος μετρημένος.

Μάης άβροχος, μούστος άμετρος.

Ήταν στραβό το κλήμα, το ‘φαγε κι ο γάιδαρος

Κρασί σε πίνω για καλό και συ με πας στο βράχο.

Μήνας που δεν έχει ρο, ρίξε στο κρασί νερό.

Το βερεσέ κρασί δυο φορές μεθεί.

Το μαγκούφι το κρασί, την καρδούλα μου τη σείει.

Δώσ’ κρασί, να βγει η αλήθεια.

Όποιος δε βάζει νερό στο κρασί του, το πληρώνει διπλά το φαΐ του.

Οίνος εφραίνει καρδίαν.


ΜΥΘΟΙ ΓΙΑ ΤΟ ΚΡΑΣΙ

ΤΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΓΙΑ ΤΟ ΚΡΑΣΙ.....

Μια φορά κι έναν καιρό, ο θεός Διόνυσος φιλοξενήθηκε από το βασιλιά της Αιτωλίας, Οινέα. Ευχαριστήθηκε πολύ από τη φιλοξενία του και για ανταπόδοση θέλησε να του κάνει ένα δώρο.Πήρε ένα μικρό και τρυφερό κλίμα αμπελιού και τύλιξε τις ρίζες του με λάσπη για να μην ξεραθεί. Αφού βρήκε ένα μικρό κούφιο κόκαλο αηδονιού το έβαλε μέσα και ξεκίνησε .


Ο δρόμος όμως ήταν μακρινός και το αμπέλι ολοένα μεγάλωνε . Ο Διόνυσος τότε βρήκε ένα μεγαλύτερο κόκαλο, λιονταριού και το έβαλε μέσα. Περπάτησε πάλι πολύ και είδε πως το αμπέλι μεγάλωσε πάλι τόσο, που πετάχτηκε έξω από τη θήκη του.Έψαξε λοιπόν και βρήκε ένα κόκαλο γουρουνιού και έβαλε το αμπέλι μέσα.

Ώσπου έφτασε κάποτε στην Αιτωλία. Ο Οινέας πήρε με χαρά το δώρο του και το φύτεψε. Αυτό μεγάλωσε και κάρπησε και έδωσε καρπούς ωραία και ζουμερά σταφύλια. Ο Οινέας έφαγε μερικά και άλλα τα έστιψε και τα έκανε μούστο. Είδε με περιέργεια ότι ο μούστος ζυμώθηκε και έγινε κρασί.

Το κρασί όμως πήρε και τις χάρες και τα ανάποδα από τα ζώα που με τα κόκαλά τους το μεγάλωσαν.Έτσι όποιος πιει λίγο κρασί , νιώθει σαν πουλί και κελαηδεί.Όποιος όμως πιει περισσότερο , θεριεύει και γίνεται σα λιοντάρι και ζητά καυγάδες.Κι αν πιει ακόμα πιο πολύ , γίνεται σαν το τετράποδο που μες το κόκαλό του ο Διόνυσος το έβαλε τελευταίο…..


ΕΝΑ ΤΣΑΜΠΙ ΣΤΑΦΥΛΙ  
  Μια φορά κι έναν καιρό στα πολύ παλιά χρόνια υπήρχε ένα μικρό χωριό που το λέγανε Αγαθοχώρι. Στο Αγαθοχώρι όλοι οι άνθρωποι ήταν καλοί κι αγαπούσαν πολύ ο ένας τον άλλον.
   Είχε απ' όλα τα καλά το Αγαθοχώρι, εκτός από αμπέλια και κληματαριές. Σταφύλι δεν είχαν δει ποτέ στα μάτια τους οι Αγαθοχωρίτες και κρασάκι, που γίνεται απ' τα σταφύλια, δεν είχανε ποτέ τους πιει.
   Μια μέρα ένας γέρος, που πήγε με το γαϊδουράκι του σ' ένα άλλο χωριό, έφερε 
γυρίζοντας μια μικρή ρίζα κληματαριά και τη φύτεψε στην αυλή του.
   Η κληματαριά μεγάλωσε κι όταν ήρθε ο Αύγουστος είχε κιόλας έτοιμο το πρώτο τσαμπί σταφύλι. Το 'κοψε γεμάτος χαρά ο καλός Αγαθοχωρίτης, το 'πλυνε στη βρυσούλα του, αλλά, πριν το φάει, σκέφτηκε:
   - Δεν είναι κρίμα να το φάω μοναχός μου, ενώ μπορώ να καλέσω και το γείτονα μου να το φάμε μαζί; Μια και δυο πλησίασε το φράχτη και φώναξε:
   - Γείτονα, έλα να φάμε μαζί το σταφύλι μου.
   Ήρθε ο γείτονας χαρούμενος μαζί με τη γυναίκα του, αλλά, πριν αρχίσουν να το τρώνε, είπε η καλή γυναίκα.
   - Τι κρίμα να το φάμε μόνοι μας, αφού μπορούμε να καλέσουμε και τους άλλους γείτονες, που έχουν και μικρό παιδί.
   Ήρθαν λοιπόν και οι γείτονες οι άλλοι με το παιδί. Εκείνοι με τη σειρά τους σκέφτηκαν τους δικούς τους γείτονες, που 'χαν μάλιστα τρία παιδιά,, ήρθαν κι εκείνοι με τα τρία παιδιά, εκείνοι κάλεσαν άλλους, οι άλλοι άλλους κι έτσι σιγά-σιγά η αυλή του καλού Αγαθοχωρίτη γέμισε ανθρώπους και παιδιά.
  Όταν άρχισε η μοιρασιά, ήταν τόσοι πολλοί άνθρωποι μαζεμένοι, όσες κι οι ρόγες του σταφυλιού. Έτσι θα "παίρνε ο καθένας από μια ρόγα μονάχα. Μόλις όμως έκοψε ο γέρος την πρώτη, για να τη δώσει στον καλό του γείτονα, αμέσως η ρόγα μεταμορφώθηκε σ' ολόκληρο τσαμπί. Έκοψε τη δεύτερη κι αυτή το ίδιο. Χαρές που κάνανε οι Αγαθοχωρίτες! Και η τρίτη και η τέταρτη έγιναν κι αυτές με τη σειρά τους μεγάλα, ωραία τσαμπιά.
   Ξετρελαμένοι από χαρά οι χωρικοί έπαιρναν ο καθένας το τσαμπί του κι έφευγαν ευχαριστημένοι. Όταν και η τελευταία ρόγα που κράτησε ο γέρος για τον εαυτό του έγινε κι αυτή με τη σειρά της μεγάλο κι όμορφο τσαμπί, ο γέρος σκέφτηκε: - Καλύτερα να μην το φάω, να το κάνω κρασάκι.
   Το έστυψε λοιπόν καλά-καλά, έβγαλε ζουμί όσο χωράει ένα ποτήρι, το 'βαλε ύστερα σ' ένα μικρό μικρό βαρελάκι και περίμενε. Όταν πέρασαν οι μέρες και το κρασί ήταν έτοιμο, φώναξε πάλι το γείτονα του να το πιούνε μαζί.
   Εκείνος θυμήθηκε το δικό του γείτονα και τον κάλεσε, αυτός κάλεσε έναν άλλον, ο άλλος άλλον και σιγά σιγά μαζεύτηκαν πάλι όλοι οι Αγαθοχωρίτες στην αυλή του καλού γέρου, για να δοκιμάσουν το κρασάκι του. Όμως έγινε και πάλι το ίδιο παράξενο πράγμα, που είχε γίνει με τις ρόγες του σταφυλιού.
   Το βαρελάκι δεν άδειαζε όσο κι αν έπιναν. Έπιναν, έπιναν κι αυτό ήταν πάντα γεμάτο. Ήταν η ευλογία του θεού, είχε πει ο καλός γέροντας. Κι ήθελε μ' αυτό ο θεός να τους δείξει, ότι όποιος μοιράζεται μ' άλλους τα καλά που έχει, αυτά δε λιγοστεύουν, αλλά όλο και πιο πολλά γίνονται. Από τότε το βαρελάκι με το γλυκό κρασί στο Αγαθοχώρι είναι πάντα γεμάτο.    Όποιος θέλει, πάει, πίνει και είναι τόσο γλυκό, όσο κανένα κρασί σ' όλο τον κόσμο.

                                                                                                     ΜΑΡΙΑ ΚΟΥΒΑΛΙΑ-ΓΟΥΜΕΝΟΠΟΥΛΟΥ


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου